εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
κονσόρτιο — κονσόρτιο, το και κονσόρτσιουμ, το (λ. λατ.), συνεταιρισμός τραπεζών για διενέργεια τραπεζικών ή χρηματιστηριακών πράξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)